- εὐείκτως
- εὔεικτοςpliantadverbialεὔεικτοςpliantmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύεικτος — εὔεικτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος 2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός μσν. 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.) 2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί … Dictionary of Greek